
LILY TSONI
THE BOOKS

Josephine the black, the white...
[…] pretended to be the driver, speeding left and right on the cobblestone pavement, making the sound of the engine with his mouth. He wasn’t holding anything in his hands, but he turned the non-existent steering wheel and changed the gears, which were also non-existent. He also overtook Velissaris who was driving the lid of his mother’s brand new casserole. Surely he had secretly taken it! He said to Stathis, “I bought a new car, do you like it?”
[…] “that thing” was no other than the cute mini skirt by Mary Quant, the British fashion designer. Joan had bought it on her last return from New York when she stopped in London.
[…] when mother was a little child, she’d need two or three French grammar books which couldn’t be easily found and cost a lot of money. “You will need this in two years time from now, in high school” grandma had said. “In two years time? From now for the year after next?” “These, she had told, were far more useful and essential than a doll whose her head, arms and legs would eventually fall all! I, of course, insisted that nothing would fall off! Neither her head nor her arms nor her legs! I wouldn’t let anything fall off!
[…] he was born in the summer, on the wheat field his father was reaping with his scythe. His mother was tying them up in bundles with her belly in her mouth. That’s where the labour pains started. She gave birth and cut the cord off all by herself under a fir tree. She wrapped him in her arms with the clothes she had been wearing. Then she called out to her husband, who continued to reap and hadn’t got wind of what had happened, and she showed him his son […]
[…] and I’m still searching, when the wild geese fly by, to distinguish whether or not their flock is still lead by the same leader, Akka from Kempnekaise… Then I hurrently seek to make out Iksi and Kaksi, Kolme and Neljä , Viisi and Kuusi, and Morten the White male tame Goose […]




H Ζοζεφίνα η άσπρη, η μαύρη, η κίτρινη και η κόκκινη...
[…] Όποτε βρίσκομαι στη Λυών, πάντα πετάγομαι μέχρι το δεύτερο όροφο του Μusée des Beaux–Arts, για να βρεθώ μπροστά στο πορτραίτο της «Τρελής» του Ζερικώ. Τις προάλλες, ο φύλακας του Μουσείου με κοίταξε αλλόκοτα που με άκουσε να τη φωνάζω «Μαρία»! Τι φταίω εγώ, που είναι ολόφτυστη με τη φτωχούλα τη Μαρία, την αδερφή του Αριστείδη, των παιδικών μου χρόνων; […]
[…] Ο Στάθης έκανε τον οδηγό. Οδηγούσε το φανταστικό αμάξι του τρέχοντας δεξιά κι αριστερά στο καλντερίμι, κι έκανε με το στόμα του τη μηχανή του αυτοκινήτου. Δεν κράταγε τίποτα στα χέρια του, όμως έστριβε το ανύπαρκτο τιμόνι του κι άλλαζε τις ταχύτητες, που κι αυτές ήταν ανύπαρκτες, σαν να υπήρχαν. Έκανε και κόντρες με το Βελισσάρη. Εκείνος, οδηγούσε το αόρατο αυτοκίνητό του, που είχε για τιμόνι το καπάκι της ολοκαίνουργιας κατσαρόλας της μάνας του. Σίγουρα το είχε πάρει κρυφά, χωρίς να τον δει, και καμάρωνε λέγοντας στο Στάθη «αγόρασα καινούργιο αυτοκίνητο, σ’ αρέσει;»
[…] Eίχε γεννηθεί το θέρο, στο σταροχώραφο που θέριζε ο πατέρας του με το δρεπάνι. Η μάνα του έδενε τα δεμάτια, με την κοιλιά στα δόντια. Εκεί την έπιασαν οι πόνοι. Τον γέννησε και τον αφαλόκοψε μονάχη της, κάτω από έναν έλατο. Έτσι κι αλλιώς δεν προλάβαινε να πάει στο χωριό. Το μωρό ερχόταν. Το τύλιξε στην αγκαλιά της, με τα ρούχα που φόραγε. Ύστερα, φώναξε τον άντρα της, που συνέχιζε να θερίζει και δεν είχε πάρει είδηση, και του ’δειξε το γιο του […]
[…] Θα έπρεπε να αρχίσει γαλλικά τότε, όπως την είχε συμβουλέψει η μαντεμουαζέλ Μαρί, που έμενε δίπλα τους, και θα χρειαζόταν δυο-τρία βιβλία, που δεν βρίσκονταν εύκολα, και κόστιζαν κιόλας αρκετά. «Θα σου χρειαστεί του παραχρόνου στο Γυμνάσιο», της είχε πει.
«Του π α ρ α χ ρ ό ν ο υ; Από τώρα για του παραχρόνου; Μα, έχουμε καιρό για του παραχρόνου! Θα ξανατραγουδήσω και θα αγοράσω βιβλίο! Την κούκλα, όμως, πού θα την ξαναβρώ;» Περίσσεψαν και κάτι πενταροδεκάρες. Της αγόρασε ένα ζευγάρι άσπρα σοσόνια. Αυτά, της είχε πει, μαζί με το βιβλίο, ήταν πιο χρήσιμα και περισσότερο απαραίτητα από μια κούκλα, που στο τέλος θα της έβγαινε και το κεφάλι και τα χέρια και τα πόδια της. Εκείνη, βέβαια, επέμενε ότι δε θα της έβγαινε τίποτα! Ούτε το κεφάλι, ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια! Τίποτα δεν θα άφηνε να της βγει! Θα την πρόσεχε… σαν τα μάτια της! […]
Προσέξτε τα παιδιά, γιατί... δεν μας περισσεύουν!
Εμείς οι μικροί, δεν πρέπει να λέμε ψέματα, αλλά κι εσείς οι μεγάλοι... να λέτε καμιά φορά την αλήθεια!
Όταν είσαστε παιδί, τρώγατε όόόλο το φαγητό σας;Το γάλα σας το πίνατε, ή… το χύνατε κρυφά στο νεροχύτη;Τρώγατε κρυφά και το γλυκό από τη γυάλα!Φορούσατε τα ρούχα και τα τακούνια της μαμάς, τις γραβάτες και τα σκαρπίνια του μπαμπά σας!Βιαζόσαστε να οδηγήσετε και το αυτοκίνητό τους!Και τα βράδια, τι ζητούσατε κρυφά στην προσευχή σας;Μάλλιαζε κι η γλώσσα της γιαγιάς, λέγοντας μια ντουζίνα φορές το αγαπημένο σας παραμύθι, μήπως και σας πάρει ο ύπνος;
Μικρές κι μεγάλες αλήθειες… Ένα παιδί μας βάζει τα γυαλιά, τα λέει έξω από τα δόντια και αποδεικνύει, τελικά, ότι τα παιδιά… όλα τα ξέρουν!
Για…μαμάδες και μπαμπάδες,παππούδες και γιαγιάδες,νονές και νταντάδες,δασκάλες και γειτόνισσες, και…για όόόλους τους ενήλικες, που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του ιδανικού παιδιού, όμως δεν πιστεύουν ούτε στην ύπαρξη του ιδανικού ενήλικα…
Les Nuits des Jeux et le Lutin de Noël
Je vais vous raconter l'histoire d'un petit garçon qui n'avait pas plus de 10, 11, allez tout au plus 12 ans ; et pas un jour de plus ! Cette histoire, moi je l'appelle une histoire d'avant Noël ! Mais vous, vous pouvez l'appeler une histoire d'avant Noël, une histoire de Noël... Comme il vous plaît !

